ἡμίμετρον

ἡμίμετρον
ἡμίμετρον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμιμέτροις — ἡμίμετρον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίμετρο — το (Α ἡμίμετρον) (νεοελλ. συν. στον πληθ.) τα ημίμετρα τρόποι ή μέσα ενέργειας που δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, διαβήματα που δεν τελεσφορούν αρχ. μισό μέτρο, το μισό μιας μετρικής μονάδας …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • ԿԻՍԱՉԱՓ — ( ) NBH 1 1098 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 13c, 14c գ. ἠμίμετρον dimidium mensurae. Կէս չափոյ իրիք. մեջք. *Փորեցին գուբ մի խոր մինչեւ ʼի կիսաչափ առն մարդոյ. ՃՃ.: *Երեք ոստք հասարակատեսք չափով. եւ չորրորդն ʼի նոսա կիսաչափ ըստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”